Ορισμός παραοικονομίας ή σκιωδους οικονομίας:
Σύμφωνα με τον Schneider (1986) παραοικονομία ή σκιώδης οικονομία είναι όλες εκείνες οι οικονομικές δραστηριότητες που δημιουργούν προστιθέμενος αξίες και για αυτό θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στο εθνικό εισόδημα (National Income), αλλά δεν περιλαμβάνονται τελικά στην επίσημη μέτρηση του εισοδήματος. Επίσης, σύμφωνα με έναν ευρύτερο ορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης η σκιώδης οικονομία περιλαμβάνει τις οικονομικές εκείνες δραστηριότητες τις οποίες αποφεύγουν, να δηλώσουν, εσκεμμένα ή όχι, οι φορολογούμενοι. Η έννοια της οικονομικής δραστηριότητος, λοιπόν, η οποία δεν καταγράφεται, είτε για το λόγο ότι την αποκρύπτουν αυτοί που τη διεξάγουν, είτε για το λόγο ότι οι στατιστικές υπηρεσίες δεν διαθέτουν την κατάλληλη προς αυτό οργάνωση ονομάζεται παραοικονομία. Αποκαλείται έτσι, πιθανόν για να δώσει στον όρο κάποια χροιά παραβάσεως της εννόμου τάξεως και των κανόνων λειτουργίας της οικονομίας, ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται «shadow economy – σκιώδης», «informal economy – άτυπη οικονομία», «hidden – κρυφή», «parallel – παράλληλη», «black – μαύρη», «moonlight – οικονομία του λυκόφωτος», «unrecorded – μη καταγραφόμενη», «underground» – υπόγεια, «grey» – γκρίζα, «dual» – δυαδική, «unobserved» – μη παρατηρήσιμη, κ.τ.λ. (Μπιτζένης, Α. et al (2013))
Σύμφωνα με τον Μπιτζένη (2010) κάθε ανεπίσημη δραστηριότητα που δεν είναι καταγεγραμμένη στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μιας χώρας χαρακτηρίζεται ως μαύρη ή σκιώδης οικονομία ή αδήλωτη εργασία ή παραοικονομία. H προστιθέμενη αξία που προέρχεται από οποιαδήποτε πράξη και η μη καταγραφή της μπορεί να έγινε σκόπιμα ή όχι, δηλαδή μπορεί να διέφυγε η καταγραφή της, ή να υπάρχει σκόπιμη απόκρυψή της.
Τέλος, στον ευρύτερο όρο της σκιώδους οικονομίας περιλαμβάνουμε την εισφοροδιαφυγή, την φοροδιαφυγή, την φοροαποφυγή, τη διαφθορά η οποία συνυπάρχει και ενισχύεται από την γραφειοκρατία (γρηγορόσημο, ή υπέρβαση/αποφυγή κανονισμών και νομοθεσίας), τις δωροδοκίες – την διαφθορά (με σκοπό την αύξηση εισοδήματος), το λαθρεμπόριο, τις παράνομες δραστηριότητες όπως εμπόριο ναρκωτικών, όπλων, και λευκής σαρκός, τη πορνεία (όπου είναι παράνομη), την αδήλωτη εργασία, ακόμη και την αυτοκατανάλωση (Για περισσότερη Ανάλυση βλέπε Μπιτζένης 2014α; Μπιτζένης 2014β; Μπιτζένης 2009).
Η αδήλωτη εργασία (ή παράνομη απασχόληση, ή παράνομη εργασία, ή μαύρη εργασία) και η εισφοροδιαφυγή συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής. Η πρόσληψη και η απασχόληση μισθωτών ακολουθεί συγκεκριμένες διαδικασίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του εργατικού δικαίου. Αρχικά, προϋποθέτει την εμπρόθεσμη αναγγελία πρόσληψης του μισθωτού στις αρμόδιες τοπικές υπηρεσίες απασχόλησης. Επίσης, σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας (άρθρο 22 / παρ. 5), η κοινωνική ασφάλιση είναι υποχρεωτική και «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως ορίζει ο νόμος». Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές τόσο των μισθωτών όσο και του ίδιου, καθώς και να φροντίσει για την παραχώρηση στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης όλων των απαιτούμενων εγγράφων.
Έτσι, η αδήλωτη εργασία είναι η κύρια ή δευτερεύουσα εργασία που φέρνει κέρδος και η οποία αν και θα έπρεπε, δεν δηλώνεται στις αρμόδιες αρχές με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας, την παραβίαση του καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης ή άλλων κρατικών ρυθμίσεων της οικονομικής δραστηριότητας. Στον ορισμό αυτό δεν περιλαμβάνεται η παράνομη απασχόληση (παράνομες δραστηριότητες), ούτε και η άτυπη απασχόληση (οικιακή, εθελοντική) εφόσον αυτές οι μορφές απασχόλησης δεν περιλαμβάνονται στις επίσημες στατιστικές.
Διαφθορά είναι η κατάχρηση της εξουσίας από τους κυβερνητικούς ανώτερους υπαλλήλους κυβερνητικών δυνάμεων. Συνήθως η κατάχρηση έγκειται στην παράνομη, συνήθως μυστική, απόκτηση ιδιωτικής περιουσίας ή αποκόμιση κάποιου άλλου ιδιωτικού οφέλους. Η κατάχρηση της κυβερνητικής δύναμης για άλλους λόγους (μη-ιδιωτικούς), όπως η καταστολή των πολιτικών αντιπάλων και η βιαιότητα της αστυνομίας, δε θεωρείται διαφθορά.
Οι μορφές διαφθοράς ποικίλλουν: περιλαμβάνουν τη δωροδοκία, τον εκβιασμό, το νεποτισμό, την υπεξαίρεση χρημάτων, την δωροληψία και την κατάχρηση. Ενώ η διαφθορά μπορεί να διευκολύνει την εγκληματική επιχειρηματικότητα όπως την εμπορία ναρκωτικών, τα «ξεπλυμένα» χρήματα, και την παράνομη διακίνηση προϊόντων, δεν περιορίζεται μονάχα σε κυβερνητικούς υπαλλήλους, αλλά επεκτείνεται και σε οργανώσεις που πραγματοποιούν εγκλήματα.
Ως φοροδιαφυγή νοείται κάθε παράνομη πράξη ή παράλειψη των φορολογουμένων, που έχει ως σκοπό τη μείωση της νόμιμης φορολογικής υποχρέωσης και την αποφυγή καταβολής του φόρου.
Φοροδιαφυγή παρατηρούμε ότι εμφανίζεται σε άμεσους και σε έμμεσους φόρους δηλαδή στο φόρο εισοδήματος, στον Φ.Π.Α., στους δασμούς, στα τέλη και στους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης που έχουμε για παράδειγμα (ενδεικτικά παραδείγματα) στα ενεργειακά προϊόντα (καύσιμα), καθώς και στα αλκοολούχα ποτά και στα προϊόντα καπνού.
Συναφής έννοια αλλά όχι ταυτόσημη αποτελεί η φοροαποφυγή (tax avoidance) η οποία έχει επίσης στόχο τη μείωση της φορολογητέας ύλης από την πλευρά του φορολογούμενου αλλά με τη χρήση νόμιμων μέσων. Μέσω της φοροαποφυγής επιχειρείται η μερική ή ολική αποφυγή πληρωμής φόρου. Ενώ όμως στην φοροδιαφυγή υπάρχει καταστρατήγηση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος του νόμου, στην φοροαποφυγή καταστρατηγείται μόνο το πνεύμα αυτού.
Η φορολογική ηθική είναι η διάθεση του πολίτη να σηκώσει το φορολογικό βάρος που του αποδίδει η πολιτεία. Η διάθεση αυτή προσδιορίζεται από τα εξης κίνητρα: ανταποδοτικότητα, προσωπικό όφελος, κοινωνικές επιρροές, κουλτούρα και προσδοκίες (π.χ. για έλεγχο).
Όσο πιο ευτελής και κατακριτέα είναι η πράξη φοροδιαφυγής στη συνείδηση του ατόμου τόσο υψηλότερος είναι ο βαθμός της φορολογικής του ηθικής.